- μετακυλινδούμενος
- μετακυλινδέωpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακυλίνδω — (Α, Μ μετακυλινδῶ, έω) κυλώ σε άλλο τόπο, μετακυλώ μσν. (μόνο το μέσ.) μετακυλινδοῡμαι, έομαι (για τον χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («ὁ χρόνος μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος ἀφανιστικός ἐστιν», Ιω. Διάκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κυλίνδω… … Dictionary of Greek